25 Μαρ 2018

ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Σελ. 614, Μάρτιος 2018

     Μετά την τετραλογία που αφορούσε την τραγικότερη περίοδο της ιστορίας της Ελλάδας, την εποχή του αδελφοκτόνου εμφυλίου πολέμου, ο Θ. Παπαθεοδώρου, αποφάσισε να ασχοληθεί με μια άλλη ιστορική περίοδο «… θέλησα τώρα να καταπιαστώ με τα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα, τότε που η αλύτρωτη βόρεια πατρίδα μου βίωνε διπλή σκλαβιά. Με τον Μακεδονικό Αγώνα αποφάσισα να ξεκινήσω τούτο το μακρύ ταξίδι, έναν αγώνα ανορθόδοξο, ύπουλο και αμείλικτο. Έναν αγώνα, δυστυχώς, άγνωστο στους περισσότερους».
    Ήρωες αυτού του νέου ιστορικού μυθιστορήματος είναι οι στρατιωτικοί «…που άφησαν τη βολή τους στην πρωτεύουσα, τα αξιώματα και τις απολαύσεις τους και βάδισαν τον δύσβατο, μα τιμητικό δρόμο της ανιδιοτελούς, εθνικής προσφοράς…» και οι πολίτες που «…άφησαν το αλέτρι και ζώστηκαν τ’ άρματα, γυναίκες μεταμορφώθηκαν σε Εστιάδες κι αμαζόνες συνάμα, όλοι και όλες με αφάνταστη τόλμη και ανιδιοτελή αφοσίωση στην πίστη, στην παιδεία και την ελευθερία».
     Στα τέλη του 18ου αιώνα, είναι φανερό ότι η Οθωμανική αυτοκρατορία βρίσκεται υπό κατάρρευση. Τα γειτονικά κράτη, προσπαθούν να δημιουργήσουν ερείσματα στις κατεχόμενες περιοχές, ώστε να τα επικαλεστούν για να κερδίσουν εδάφη, όταν θα αρχίσει η «μοιρασιά». Για τη Μακεδονία και τη Θράκη ενδιαφέρονται η Ελλάδα και η Βουλγαρία, η οποία αντιμετωπίζει το ζήτημα με σοβαρότητα και προσεκτικό σχέδιο.       Δύο είναι τα κομβικά σημεία που επέτρεψαν στη Βουλγαρία να εγείρει αξιώσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη. Το πρώτο είναι η δημιουργία ενός ημιαυτόνομου Βουλγαρικού πριγκιπάτου που απαίτησε η Ρωσία, μετά τον νικηφόρο πόλεμό της κατά της Τουρκίας το 1877, στον οποίο συμμετείχαν και βούλγαροι εθελοντές. Τα όρια που πριγκιπάτου, είναι πολύ μικρότερα από αυτά που ονειρεύονταν οι βούλγαροι εθνικιστές και γι’ αυτό έκτοτε είχαν διαρκώς ως στόχο την «απελευθέρωση των αδελφών» που ζούσαν στις όμορες «σκλαβωμένες» περιοχές. Το δεύτερο είναι η ίδρυση της Εξαρχίας. Η Ρωσία, που εξυπηρετώντας τα συμφέροντά της, ανέλαβε το ρόλο του δήθεν «προστάτη» των ορθοδόξων, απαίτησε από τον σουλτάνο Αμπντούλ Αζίζ, να κάνει αποδεκτό το αίτημα για την πλήρη απόσχιση από το Ορθόδοξο Πατριαρχείο, της βουλγαρικής εκκλησίας. Ο χάρτης που δόθηκε στο σουλτάνο περιλάμβανε μια περιοχή από τις ακτές της Βουλγαρίας στα ανατολικά, μέχρι το Μοναστήρι στα δυτικά και από το Δούναβη στα βόρεια, μέχρι το Αιγαίο στα νότια! Μετά από διαπραγματεύσεις τα εδαφικά όρια της Εξαρχίας συρρικνώθηκαν και περιορίστηκαν στις δεκατρείς περιφέρειες από τις τριάντα που ήταν το αρχικό αίτημα. Το σουλτανικό φιρμάνι περιελάμβανε πολλούς περιοριστικούς όρους, αλλά το επίμαχο σημείο που προκάλεσε εκατόμβη θυμάτων ήταν ο τελευταίος που επέτρεπε την επέκταση της Εξαρχίας και σε άλλες περιφέρειες εφόσον «το όλον, ή τουλάχιστον τα δύο τρίτα των ορθοδόξων κατοίκων,  θέλουν να υπόκεινται εις την βουλγαρικήν Εξαρχίαν». Για να πετύχουν την προσχώρηση των πληθυσμών στην Εξαρχία, βουλγαρικές αντάρτικες ομάδες επιδόθηκαν σε θηριωδίες κατά των ομόδοξων λαών (Ελλήνων και Σέρβων), ώστε δια της βίας να αποσπάσουν τις δηλώσεις των δύο τρίτων ότι είναι «εξαρχικοί». Έτσι μέσω της θρησκείας και της παιδείας, (ιδρύοντας σχολεία με βούλγαρους δασκάλους στα «εξαρχικά» χωριά) προσπάθησαν να αλλοιώσουν και το εθνικό φρόνημα των κατοίκων.
     Αυτό είναι σε πολύ αδρές γραμμές το ιστορικό υπόβαθρο του μυθιστορήματος. Ο συγγραφέας, στους δύο κύριους γυναικείους χαρακτήρες, προσωποποιεί  όλες τις γυναίκες που πήραν μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα, κινδύνεψαν, βασανίστηκαν και σε ορισμένες περιπτώσεις-ιδιαίτερα όταν ήταν δασκάλες-προκάλεσαν σε τέτοιο βαθμό το μένος των βούλγαρων που δε δίστασαν να τις εξοντώσουν.
     Τα δύο κορίτσια είναι η Φωτεινή και η Αρετή. Η πρώτη είναι μια προσφυγοπούλα από την Ανατολική Ρωμυλία, που κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη  όταν η οικογένειά της εκδιώχτηκε από τα πατρογονικά εδάφη. Εκεί κατάφερε να σπουδάσει νοσηλευτική και εντάχθηκε στις οργανώσεις που προσπαθούσαν να προστατέψουν και να βοηθήσουν τους ελληνικούς πληθυσμούς λειτουργώντας είτε ως σύνδεσμος, αφού λόγω της ιδιότητάς της ως νοσοκόμας είχε σχετική ελευθερία κινήσεων, είτε περιθάλποντας τραυματίες μαχητές. Η δεύτερη, γόνος επιφανούς αθηναϊκής οικογένειας, σπούδασε δασκάλα και μετά την προτροπή του Ίωνα Δραγούμη που εκείνη την περίοδο υπηρετούσε στο προξενείο στο Μοναστήρι και ήταν οικογενειακός φίλος, ήρθε στη Μακεδονία, στην περιοχή της Καστοριάς, για να διδάξει την ελληνική παιδεία στα παιδιά του χωριού Ράκοβο.
     Για μια ακόμη φορά, ο Θ. Παπαθεοδώρου γράφει ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα που συγκινεί και συναρπάζει. Η αναμονή –απαραίτητη λόγω της εκτενούς και ενδελεχούς έρευνας που απαιτήθηκε-άξιζε τον κόπο. Η περιγραφή των τόπων αλλά και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας είναι μοναδική. Οι χαρακτήρες του, τόσο οι «πρωταγωνιστές», όσο και οι υπόλοιποι, είναι δοσμένοι με ιδιαίτερα προσεγμένο τρόπο. Ο μύθος, η πλοκή και το σασπένς που κλιμακώνεται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Τέλος, υπάρχει και αυτή η τόσο ξεχωριστή γραφή του, που θαρρείς ότι γίνεται καλύτερη από βιβλίο σε βιβλίο, και που σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα προτερήματα, με κάνει να σας προτείνω ανεπιφύλακτα να διαβάσετε οπωσδήποτε αυτό το βιβλίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου