28 Φεβ 2018

ΠΟΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΑΡΔΗΣ/ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΣΙΤΣΑ
Εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
Σελ. 267, Απρίλιος 2016

     Αν και το μυθιστόρημα «Ποια Αλήθεια;» δεν ανήκει στις νέες κυκλοφορίες, είναι αρκετά ενδιαφέρον γι’ αυτό και σας το παρουσιάζω σήμερα.
     Στο Παλέρμο του 16ου αιώνα, ο Τζούλιο μένει ορφανός από μητέρα τη μέρα της γέννησης του. Η μαμή που τον έφερε στη ζωή, η Ρόζα, επειδή ήξερε ότι ο πατέρας του, ένα ρεμάλι που εργαζόταν ως ναύτης σε γαλέρες, πιθανότατα θα πουλούσε το βρέφος, το έκρυψε, ισχυρίστηκε ότι πέθανε όπως η μητέρα του και ανέλαβε την ανατροφή του. «Δέκα χρόνια κύλησαν και η Ρόζα αφιέρωσε όλη της την αγάπη στο μεγάλωμά του μικρού Τζούλιο. Ήταν ψιλόλιγνος, γεροδεμένος, με σγουρά καστανά μαλλιά, ατίθασος σαν χαρακτήρας και αρκετά έξυπνος για την ηλικία του. Παρακολουθούσε μαθήματα στη μονή του Αγίου Ιωσήφ. Είχε μάθει αρκετά καλά γραφή, ανάγνωση και μπορούσε να κάνει απλές μαθηματικές πράξεις.» Όμως η Ρόζα όταν ανέλαβε τη φροντίδα του μικρού ήταν ήδη ηλικιωμένη και μία νύχτα πέθανε στον ύπνο της.
     Ο 10χρονος Τζούλιο έμεινε μόνος και απροστάτευτος. Για να επιβιώσει, έγινε μέλος μιας συμμορίας που επιδιδόταν σε κλοπές, διαρρήξεις, ληστείες και άλλες παραβατικές πράξεις. Έξη χρόνια μετά, μια νύχτα, προσπάθησε να ληστέψει έναν ηλικιωμένο, ο οποίος ήταν ο γνωστός αλχημιστής Ραϋμόνδος, που αντέδρασε με τρόπο που εντυπωσίασε τον νεαρό. «Ο γέρο Ραϋμόνδος με γρήγορες κινήσεις, πέταξε στον αέρα το μπουκαλάκι δύο τρεις φορές χαμογελώντας και ξαναπιάνοντάς το στη χούφτα του, λες κι έπαιζε με τα νεύρα του νεαρού άντρα απέναντί του. Ύστερα με μια ξαφνική κίνηση το εκσφενδόνισε δίπλα του. Ακούστηκε τότε ένας εκκωφαντικός ήχος, έγινε μια φοβερή έκρηξη και ένα δυνατό ωστικό κύμα έριξε τον ξαφνιασμένο Τζούλιο, πάνω στον τοίχο, χτυπώντας το κεφάλι του πάνω σ’ αυτόν.» Ο Ραϋμόνδος στην κουβέντα που έκαναν στη συνέχεια, διέκρινε ότι ο 16χρονος νεαρός είχε εξυπνάδα και δυνατότητες, γι’ αυτό αποφάσισε να τον κρατήσει κοντά του ως μαθητή. Ο ένας βρήκε στο πρόσωπο του άλλου ότι του έλειπε: ο ένας ένα γιο και ο άλλος έναν πατέρα.
     Η συμβίωσή τους ήταν αρμονική και η πρόοδος που έκανε ο μαθητευόμενος αλχημιστής στην τέχνη τους, μεγάλη. Μια νύχτα όμως όταν επέστρεψε στο σπίτι μετά από διασκέδαση, βρήκε τον Ραϋμόνδο δολοφονημένο. Ακολουθώντας κάποια ίχνη, ανακάλυψε ότι τη διαταγή για τη δολοφονία την έδωσε ο Δόγης της Βενετίας. Ο Τζούλιο δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ένας από τους πιο ισχυρούς άρχοντες στον κόσμο, διέταξε τη δολοφονία του δασκάλου του. Μέχρι που βρήκε ένα κλειδί το οποίο  άνοιγε το μοναδικό κλειδωμένο συρτάρι σε όλο το σπίτι. «Αποφασιστικά έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά του μυστηριώδους συρταριού. Το γύρισε μια, δυο φορές και το άνοιξε. Το μόνο που αντίκρισε ήταν ένα μικρό δερματόδετο βιβλίο. «Περίεργο, γιατί το είχε κλειδωμένο αυτό το βιβλίο;» είπε με το νου του. Το άνοιξε κι άρχισε να φυλλομετρά με συγκίνηση.» Το βιβλίο ήταν το ημερολόγιο του Ραϋμόνδου, όπου με λεπτομέρειες εξιστορούσε την αιτία της εχθρότητάς του με τον Δόγη. Τότε ο Τζούλιο, από ευγνωμοσύνη προς τον μέντορά του, αποφασίζει να εκδικηθεί. «Ο Δόγης, λοιπόν, έγινε αιτία να πεθάνει ο Ραϋμόνδος, ο άνθρωπος που για μένα εκτός από δάσκαλος, επειδή ήταν σπουδαίος αλχημιστής, ήταν και κάτι σαν πατέρας, ήταν εκείνος που κάποτε άλλαξε όλη μου τη ζωή. Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να μένεις ολομόναχος στον κόσμο στα δέκα σου χρόνια; Τόσο ήμουν όταν έχασα τη μητέρα μου. Για να επιβιώσω πήρα τον κακό δρόμο, μπλέχτηκα με τον υπόκοσμο. Κι ενώ όλα έδειχναν ότι ήμουν ένας χαμένος, ένας κατεστραμμένος άνθρωπος που κάποτε θα κατέληγε ίσως στην κρεμάλα, η μοίρα με οδήγησε εκείνη την παγωμένη χειμωνιάτικη μέρα μπροστά τον Ραϋμόνδο. Ήμουν έφηβος τότε. Του φέρθηκα άσχημα, όμως εκείνος δεν θύμωσε μαζί μου. Αντίθετα, μου μίλησε μ’ έναν τρόπο που δεν μου είχε μιλήσει κανείς μέχρι τότε. Μ’ έπεισε κι έμεινα χρόνια μαζί του, το δεξί του χέρι σ’ όλες τις δουλειές. Έτσι, λοιπόν, έγινα άνθρωπος της υψηλής κοινωνίας και φίλος του Τάγματος των Ιπποτών της Μάλτας. Από φτωχό αλητάκι των δρόμων, είμαι σήμερα ο Τζούλιο ντε Ραϋμοντ, φημισμένος και με οικονομική άνεση αλχημιστής.» Έτσι παίρνει το δρόμο για τη Γαληνοτάτη…

     Ευφάνταστος μύθος, με έντονο το στοιχείο της λογοτεχνίας του φανταστικού, ιδιαίτερα στο μέρος του βιβλίου που διαδραματίζεται στη Βενετία. Πολύ καλή απεικόνιση της ατμόσφαιρας και των συνηθειών της εποχής στις δύο ιταλικές πόλεις (Παλέρμο, Βενετία) όπου εξελίσσεται ο μύθος, αλλά και των διαφορών του τρόπου με τον οποίο ζούσαν οι άρχοντες και ο λαός. Ένα ευκολοδιάβαστο και διασκεδαστικό ανάγνωσμα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου