31 Δεκ 2017

ΕΓΩ, Ο ΣΙΜΟΣ ΣΙΜΕΩΝ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ
Εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ
Σελ. 438, Νοέμβριος 2017

     Σκέφτηκα να κλείσω τις παρουσιάσεις του 2017, με το καινούριο βιβλίο του αγαπημένου συγγραφέα Γ. Ξανθούλη, με τίτλο «Εγώ, Ο Σίμος Σιμεών» (με γιώτα, δεν πρόκειται για ορθογραφικό λάθος).
     Ο Σίμος είναι ένα παιδί ξεχωριστό και τα πρώτα χρόνια της ζωής του, μας περιγράφει ο συγγραφέας. Ζει στη Χαλκόπολη, τη δεκαετία του ’60. Την πόλη αυτή, που δεν υπάρχει σε κανένα χάρτη, ο συγγραφέας την τοποθετεί μεταξύ Σερρών, Δράμας και Καβάλας. Ο Σίμος είναι ο καρπός του έρωτα ανάμεσα στην Αναστασία-Σάσα Καρούβαλη, την τρίτη και πιο όμορφη από πέντε αδελφές (τις Καρουβαλίτσες κατά τον συγγραφέα) και τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Γρηγόρη Σιμεών. Γνωρίστηκαν το καλοκαίρι του 1954 στην παραλία της Χαλκόπολης, όταν εκείνη εργαζόταν εκεί ως υπεύθυνη. «Φόρεσε μια πράσινη ρόμπα με μια ετικέτα στο βυζί που έγραφε «Υπάλληλος πλαζ» κλείδωνε και ξεκλείδωνε τις δέκα καμπίνες, πήρε και μαθήματα ναυαγοσώστριας χωρίς καν να ξέρει κολύμπι, κι αυτό ήταν».
     Η Σάσα, που στα 26 της χρόνια θεωρούνταν ότι κινδύνευε να μείνει στο ράφι, έμεινε έγκυος. Όμως ο Γρηγόρης Σιμεών, όταν απολύθηκε από το στρατό, αναχώρησε προς άγνωστη κατεύθυνση. Το μόνο που κατάφεραν οι τοπικές αρχές (Μητροπολίτης και Στρατιωτικός Διοικητής) προς τους οποίους απευθύνθηκε η μητέρα Καρούβαλη, ήταν, αφού εντόπισαν τον Σιμεών, να τον πείσουν ακόμα κι αν δεν ήθελε να παντρευτεί τη Σάσα, τουλάχιστον να αναγνωρίσει το παιδί.
     Ο Σίμος από μικρός φάνηκε ότι ήταν διαφορετικός «…άστραφτε από εξυπνάδα: προσθαφαιρούσε εύστοχα χωρίς μολύβι και χαρτί… και διάβαζε εφημερίδα». Η ιδιαίτερη εξυπνάδα του, σε συνδυασμό με τον τρόπο που ήρθε στη ζωή (δηλ. εκτός γάμου), ερέθισαν τα χειρότερα αντανακλαστικά του οικογενειακού περιβάλλοντος-με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις-και του κοινωνικού περίγυρου. Αντιμετώπισαν το παιδί με ζήλια, μοχθηρία, μικρόνοια και άκρατο συντηρητισμό. Από την άλλη, η μητέρα του, που είχε και αυτή τα δικά της προβλήματα υγείας, αδιαφορούσε πλήρως γι’ αυτόν. Ότι πετύχαινε το παιδί, το κατάφερνε με τις δικές του δυνάμεις. Μάλιστα ένιωθε τόσο έντονα το αίσθημα της απόρριψης, που πίστευε ότι τόσο ο ίδιος, όσο και ο υπόλοιπος κόσμος δεν είναι πραγματικός. «Ο Σίμος διάβαζε και προσπαθούσε να οργανωθεί απέναντι στο τρομακτικό ενδεχόμενο να είναι τόσο αυτός όσο και ο περίγυρός του προϊόν φαντασίας ενός άγνωστου συγγραφέα, τον οποίο μάταια αγωνιζόταν να φανταστεί».  
     Στο τέλος, ο Σίμος θα καταφέρει να ξεφύγει από το ασφυκτικό περιβάλλον που αποτελούσε τροχοπέδη και να ανοίξει τα φτερά του για να κατακτήσει τους δικούς του ορίζοντες και να πραγματοποιήσει τα όνειρά του.
     Για μια ακόμη φορά, ο Γιάννης Ξανθούλης εντυπωσιάζει με το νέο του έργο. Καταφέρνει να συνδυάσει την πραγματικότητα με τη φαντασία και το ρεαλισμό με μεταφυσικές αλλά και σουρεαλιστικές σκηνές που προκαλούν γέλιο (το βιβλίο π.χ. αρχίζει με εγκωμιαστικά λόγια για ένα… νεκροταφείο). Με το δικό του μοναδικό τρόπο γραφής, ακτινογραφεί διεισδυτικά και ξεκαρδιστικά την κοινωνία της Χαλκόπολης, αλλά και στηλιτεύει νοοτροπίες και συμπεριφορές. Μην παραλείψετε να το διαβάσετε, γιατί θα σας χαρίσει ώρες αναγνωστικής απόλαυσης. Εξαιρετικό!

     Κι επειδή αυτή είναι η τελευταία παρουσίαση του 2017, δράττομαι της ευκαιρίας, θα ευχηθώ σε όλους Καλή Χρονιά, με όσο το δυνατό λιγότερα προβλήματα και δυσκολίες και περισσότερα καλά αναγνώσματα. 

26 Δεκ 2017

ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΥΣ ΑΞΙΖΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

PETER SWANSON
Μετάφραση: ΦΩΤΕΙΝΗ ΠΙΠΗ
Εκδόσεις: ΔΙΟΠΤΡΑ
Σελ. 421, Σεπτέμβριος 2017

     Στη σημερινή παρουσίαση θα μας απασχολήσει το συναρπαστικό ψυχολογικό θρίλερ «Σε Κάποιους Αξίζει Ο Θάνατος» του αμερικανού συγγραφέα P. Swanson.
     Ο Τεντ Σέβερσον, ένας πολύ εύπορος, παρά το νεαρό της ηλικίας του, σύμβουλος νεοφυών διαδικτυακών επιχειρήσεων, ετοιμάζεται να επιστρέψει στη Βοστόνη, μετά από ένα επαγγελματικό ταξίδι στο Λονδίνο. Είναι αναστατωμένος, γιατί λίγες μέρες πριν το ταξίδι, έχει ανακαλύψει ότι η σύζυγός του η Μιράντα τον απατά. Στο αεροδρόμιο του Χίθροου, όσο περιμένει να αναχωρήσει η πτήση του, γνωρίζει μια αμερικανίδα, τη Λίλη Χέιουορντ, η οποία ταξιδεύει με την ίδια πτήση. Έχοντας πιεί λίγο παραπάνω, εξομολογείται στη Λίλη τα προβλήματα που έχει και μισοαστεία-μισοσοβαρά, της λέει ότι είναι τόσο θυμωμένος που θέλει να σκοτώσει τη γυναίκα του. Με έκπληξη την ακούει όχι μόνο να τον προτρέπει να το κάνει, αλλά να τον δικαιολογεί και να υποστηρίζει την άποψή της με επιχειρήματα! «Ειλικρινά, δεν πιστεύω ότι ο φόνος είναι τόσο κακό πράγμα όσο το κάνει ο κόσμος να φαίνεται. Όλοι πεθαίνουμε. Τι διαφορά έχει αν ρίξουμε μερικά σάπια μήλα καταγής λίγο πιο γρήγορα απ’ ότι προόριζε ο Θεός; Και κάτι τέτοιες, σαν τη γυναίκα σου για παράδειγμα, αξίζει να τις σκοτώσει κανείς».
     Ο Τεντ στη διάρκεια του ταξιδιού, εξακολουθεί να είναι έκπληκτος με αυτά που άκουσε, αλλά αρχίζει να το σκέφτεται πιο σοβαρά. «Τα λόγια της θαρρείς και ήταν ο αντίλαλος των επίμονων σκέψεων, των φαντασιώσεων να σκοτώσω τη γυναίκα μου, που με είχαν στοιχειώσει εδώ και μία εβδομάδα. Έλεγα στον εαυτό μου ότι, σκοτώνοντας τη Μιράντα, θα κάνω μια καλή πράξη για την κοινωνία. Και να, εμφανίστηκε ξαφνικά αυτή η συνταξιδιώτισσα και έδωσε το ηθικό έρεισμα για να πραγματοποιήσω τις επιθυμίες μου».
     Όταν το ταξίδι φτάνει στο τέλος του, ο Τεντ και η Λίλη, έχουν αποφασίσει να συναντηθούν ξανά σε μία εβδομάδα. Αν εμφανιστούν και οι δύο, θα προχωρήσουν στο σχεδιασμό της δολοφονίας. Αν κάποιος από τους δύο μετανιώσει και δεν εμφανιστεί, τότε δεν πρόκειται να συναντηθούν ποτέ ξανά. «Ας διαλέξουμε ένα μέρος κι ας συναντηθούμε σε μια εβδομάδα. Αν αλλάξω γνώμη, δεν θα έρθω. Και αν αλλάξεις γνώμη εσύ, μην έρθεις ούτε εσύ. Θα είναι σαν να μην έγινε ποτέ αυτή η κουβέντα». Όταν όμως φτάνει η ώρα του ραντεβού, είναι και οι δύο παρόντες…

     Όπως γράφω και στην αρχή, το «Σε Κάποιους Αξίζει Ο Θάνατος», είναι ένα συναρπαστικό ψυχολογικό θρίλερ. Ο συγγραφέας, δίνει από κεφάλαιο σε κεφάλαιο τον λόγο σε καθέναν από τους τρεις κύριους χαρακτήρες του έργου, για να αφηγηθεί την συνέχεια της ιστορίας από τη δική του οπτική. Αυτό του επιτρέπει να χτίζει ψηφίδα-ψηφίδα το ψυχολογικό προφίλ τους, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό στην εξέλιξη του μύθου. Το μυθιστόρημα εκτός από τους καλοδουλεμένους χαρακτήρες, έχει πολύ καλή γραφή, αναπάντεχη εξέλιξη, κλιμακούμενο σασπένς και πολλές ανατροπές, με την πιο θεαματική να συμβαίνει στην τελευταία σελίδα, με τη μορφή ενός υστερόγραφου σε μια επιστολή

20 Δεκ 2017

ΠΑΡΤΙΔΑ ΓΙΑ ΠΕΝΤΕ

MARCO MALVALDI
Μετάφραση: ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΟΤΣΗ
Εκδόσεις: ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Σελ. 206, Νοέμβριος 2017

     Το αστυνομικό μυθιστόρημα «Παρτίδα Για Πέντε» είναι το πρώτο της σειράς «Μπαρ Λούμε-Εγκλήματα Στην Τοσκάνη», που περιλαμβάνει επτά τίτλους. Όλες οι ιστορίες της σειράς, διαδραματίζονται στην φανταστική παραλιακή πόλη Πινέτα της Τοσκάνης. Αυτή η πόλη των δέκα χιλ. κατοίκων, στην οποία τα νέα και οι φήμες κυκλοφορούν πιο γρήγορα κι από τον άνεμο, από το 2000, έχει αρχίσει να γίνεται αυτό που λέμε τουριστικός προορισμός και συγκεντρώνει πολλούς ιταλούς αλλά και αλλοδαπούς τουρίστες. Εδώ βρίσκεται το Μπαρ Λούμε (σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «ίχνος» ή «ένδειξη») που ανήκει στον μάλλον ιδιόρρυθμο και ευφυή Μάσιμο. «Είναι γύρω στα τριάντα, με σγουρά μαλλιά, μούσι, η φυσιογνωμία του αποπνέει κάτι το αραβικό…». Το μπαρ επωφελείται από την τουριστική ανάπτυξη. Στον κήπο του μαζεύονται τουρίστες για να απολαύσουν έναν καφέ στη δροσιά. Αλλά οι σταθεροί και αμετακίνητοι πελάτες, είναι τέσσερις ηλικιωμένοι (όλοι είναι λίγο πάνω ή λίγο κάτω από τα ογδόντα), που πηγαίνουν εκεί κάθε μέρα, πρωί και απόγευμα, για να παίξουν χαρτιά, να τσακωθούν, να σχολιάσουν την επικαιρότητα και φυσικά να «χώσουν τη μύτη τους» στις υποθέσεις των άλλων. Όμως παρά τους συνεχείς λεκτικούς διαπληκτισμούς, ο καθένας μπορεί να καταλάβει ότι «Οι τέσσερις άντρες μάλλον είναι καλοί φίλοι, αν κρίνει κανείς από το πώς τσακώνονται: οι τρεις είναι καθισμένοι με παπική κοσμιότητα στις πλαστικές καρέκλες κι ο τέταρτος στέκεται όρθιος…».
     Στο πρώτο βιβλίο της σειράς, τις Αρχές απασχολεί ο φόνος μιας νεαρής κοπέλας, που βρέθηκε από έναν επίσης νεαρό μεθυσμένο, σε χώρο που προορίζεται για πικ-νικ. «…πρόσεξε ότι υπήρχε μια κοπέλα μες στον κάδο. Τη βρήκε μάλιστα αρκετά όμορφη. Σχεδόν ταυτόχρονα, κάτι μέσα του, του έλεγε ότι εκτός από όμορφη ήταν μάλλον και νεκρή». Το γεγονός αυτό, εκτός από τον αστυνόμο Φούσκο που είναι «μυγιάγγιχτος, θρασύς, ξεροκέφαλος, ξιπασμένος και ψωροφαντασμένος», κινητοποιεί και τα κουτσομπολίστικα αντανακλαστικά της παρέας του Μπαρ Λούμε. Οι ηλικιωμένοι με συνεχείς παρεμβάσεις προσπαθούν να πείσουν τον Μάσιμο να ασχοληθεί με την υπόθεση, για να έχουν πληροφόρηση από πρώτο χέρι, αλλά και γιατί δεν έχουν καμιά εμπιστοσύνη στις ικανότητες του Φούσκο. Βέβαια αυτός έχει τις αντιρρήσεις του. «Κάνοντας παρέα με τους γέρους, σκέφτηκε, έχω καταντήσει κι εγώ γριά κουτσομπόλα. Έλα τώρα, Μάσιμο, κοίτα τη δουλειά σου και γύρνα στο μαγαζί σου να δουλέψεις». Όμως τελικά θα υποχωρήσει στις πιέσεις αλλά και την προσωπική του ανάγκη για την αποκάλυψη της αλήθειας, θ’ ασχοληθεί με την υπόθεση και θ’ ανακαλύψει το τι τελικά συνέβη.
     Πολύ καλό το πρώτο βιβλίο που μεταφράζεται στα ελληνικά του Μ. Μαλβάλντι. Ωραία δομημένος μύθος με όλα τα χαρακτηριστικά του αστυνομικού μυθιστορήματος, γραφή με χιούμορ, εξαιρετικά σκιαγραφημένοι χαρακτήρες, αναφορές σε άλλους συγγραφείς και έργα αστυνομικής-αλλά όχι μόνο-λογοτεχνίας και με μαεστρία απεικόνιση της κοινωνίας μιας μικρής πόλης, που παρά την εισβολή του μαζικού τουρισμού, επιμένει να κρατά αναλλοίωτα τα (καλά και «στραβά») στοιχεία του χαρακτήρα της.       


15 Δεκ 2017

ΑΜΑΡΤΩΛΑ ΝΥΣΤΕΡΙΑ

TESS GERRITSEN
Μετάφραση: ΠΟΛΥ ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΥ
Εκδόσεις: ΩΚΕΑΝΙΔΑ
Σελ. 388, Ιούλιος 2017

     Σε δεύτερη έκδοση κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες το συναρπαστικό ιατρικό θρίλερ «Αμαρτωλά Νυστέρια» της αμερικανίδας Τ. Γκέριτσεν που είναι απόφοιτη της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια.
     Το νοσοκομείο Μπέισαϊντ της Βοστόνης είναι πολύ επιλεκτικό όσο αφορά της προσλήψεις του προσωπικού που εργάζεται εκεί και ειδικά στην περιώνυμη χειρουργική κλινική. «Η μεταμοσχευματική μας ομάδα ενδιαφέρεται μόνο για το καλύτερο. Επιζητεί ανθρώπους με προσόντα και άριστες επιδόσεις. Θα έλεγα ότι είμαστε κάπως εγωιστές στην επιλογή των χειρουργών μας». Η Άμπι Ντι Ματέο, είχε αυτές τις προϋποθέσεις κι έγινε δεκτή ως ειδικευόμενη στο συγκεκριμένο νοσοκομείο και μάλιστα στην ελίτ, την ομάδα μεταμοσχεύσεων. Η κούραση μεγάλη. «Ήταν ξύπνια τριάντα ώρες συνέχεια, με εξαίρεση ένα δεκάλεπτο υπνάκο στο Ακτινολογικό… Η ώρα κόντευε δέκα το πρωί και ούτε μπάνιο είχε κάνει ούτε τα δόντια της είχε πλύνει. Για πρόγευμα είχε φάει ένα σφιχτό αυγό κι ένα φλιτζάνι καφέ που σκέφτηκε να της φέρει κάποια προνοητική νοσοκόμα της εντατικής. Θα στεκόταν τυχερή αν κατάφερνε να φάει για μεσημέρι κι ακόμα πιο τυχερή, αν έφευγε από το νοσοκομείο στις πέντε για να φτάσει στο σπίτι της στις έξι. Προς το παρόν θεωρούσε πολυτέλεια το να σωριαστεί σε κάποια καρέκλα». Όσα υπέφερε τα αντιμετώπιζε με στωικότητα και υπομονή, αφού θεωρούσε τιμή της το να βρίσκεται δίπλα στους επιστήμονες υψηλού κύρους που εργαζόταν στο νοσοκομείο και να θεωρείται συνάδελφός τους.
     Μια μέρα, θα χρειαστεί να πάρει μια σημαντική απόφαση. Η υγιής καρδιά ενός θύματος τροχαίου, θα πρέπει να μεταμοσχευθεί σε έναν 17χρονο ασθενή που είναι πρώτος στη λίστα αναμονής, αφού η ζωή του βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο. Μαθαίνει όμως, ότι αντί γι’ αυτό η λίστα θα παρακαμφθεί και η καρδιά θα δοθεί στη σύζυγο του εκατομμυριούχου Βίκτορα Βος, με εντολή της διοίκησης του νοσοκομείου. Τότε δε θα διστάσει. Αποφασίζει να βοηθήσει τη δρ. Βίβιαν Τσάο, που κι  εκείνη θέλει να τηρηθεί η σειρά και μαζί θα αφαιρέσουν την καρδιά από τον δότη για να τη στείλουν στο άλλο μεγάλο νοσοκομείο της Βοστόνης, όπου έχει μεταφερθεί ο 17χρονος.
     Η απόφασή της αυτή, πυροδοτεί μια σειρά εξελίξεις. Ο Βος, ορκίζεται να την καταστρέψει και η διοίκηση του νοσοκομείου, παρά την ανάληψη της ευθύνης από την Τσάο, θέλει να την απολύσει. Την γλιτώνει μόνο το γεγονός ότι το νοσοκομείο θέλει να αποφύγει το σκάνδαλο που θα προκαλούσε η αποκάλυψη της παράκαμψης της λίστας. Η Ντι Ματέο, παρά τις απειλές, δεν τα παρατά και ψάχνει. Θέλει να βρει τι ακριβώς συμβαίνει, πως είναι δυνατό να παρακαμφθεί η λίστα, αλλά και πως η εκατομμυριούχος βρήκε τελικά άλλο μόσχευμα. Αντιλαμβάνεται όχι μόνο ότι η ομάδα μεταμοσχεύσεων του νοσοκομείου διενεργεί εμπόριο οργάνων, αλλά υποψιάζεται ότι με κάποιο τρόπο «δημιουργούνται» μοσχεύματα, που παραχωρούνται έναντι αδρής αμοιβής. Οι έρευνες και οι ερωτήσεις που κάνει, προκαλούν την οργισμένη αντίδραση όσων επωφελούνται από το επικερδές εμπόριο και σύντομα η νεαρή γιατρός, θα χρειαστεί να παλέψει για την ίδια της τη ζωή!

     Καλογραμμένο θρίλερ, που περιγράφει με διεισδυτικότητα το απεχθές εμπόριο των ανθρώπινων οργάνων και τους τρόπους που μετέρχονται όσοι εμπλέκονται για να αποκομίσουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος.   

10 Δεκ 2017

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΚΟΛΛΑΡΟΥ


     Η Ιφιγένεια Κολλάρου γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε με μεταπτυχιακό στην Πολιτική των Επικοινωνιών (M.A. in Communications Policy Studies), στο City University του Λονδίνου. Εργάζεται στο χώρο της τηλεόρασης τα τελευταία είκοσι επτά χρόνια. Έργα της: «Μ’ Ένα Κλικ Αλλάζουν Όλα» (2010, Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη), «Ο Τελευταίος Του Πάρτι» (2017, Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη).
 
Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο σας;
     Μια σειρά θανάτων και η κρίση. Το πώς και πόσο πολύ άλλαξαν οι ζωές μας εξ αιτίας της. Οι αναμνήσεις μιας πιο ανέμελης ζωής. Η αντιδιαστολή του χθες και του σήμερα

Θέλετε να μεταφέρετε κάποιο μήνυμα με το αυτό και ποιο είναι αυτό;
     Επειδή δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει καλό είναι να κάνουμε τη ζωή που θέλουμε. Αλλά να είμαστε σίγουροι - όσο γίνεται να είναι κάποιος σίγουρος για κάτι - ότι είναι πράγματι αυτό που θέλουμε εμείς κι όχι αυτό που μας «επιβάλλουν» ή περιμένουν από εμάς οι άλλοι.

Η λογοτεχνία και ποιο συγκεκριμένα το είδος που υπηρετείτε, μπορεί να είναι μια κοινωνική πράξη;
     Δεν ξέρω αν είναι κοινωνική πράξη, αλλά σίγουρα είναι μια απόπειρα καταγραφής της πραγματικότητας και των όσων ζούμε… και μια απόπειρα ανάλυσής της.  

Ποια ήταν τα συναισθήματα που νοιώσατε, όταν πήρατε τυπωμένο το πρώτο σας έργο;
     Απίστευτη χαρά και συγκίνηση. Γύρισα με τα πόδια από τη Σόλωνος, όπου είναι ο εκδοτικός οργανισμός Λιβάνη, στην Κυψέλη, με το βιβλίο στην τσάντα μου. Κάθε λίγο την άνοιγα και έριχνα μια ματιά. Περπατούσα με ένα τεράστιο χαμόγελο κολλημένο στα χείλη. Έπαιρνα φίλους στο τηλέφωνο και τους έλεγα τα νέα γεμάτη ενθουσιασμό. Μετά βρέθηκα με την αδερφή μου και τον παιδικό μας φίλο, τον Γιώργο και το γιορτάσαμε.

Τι συμβαίνει στους ήρωες των βιβλίων σας, όταν τελειώνει η συγγραφή;
     Το περίεργο είναι ότι τους σκέφτομαι ακόμα. Δεν το περίμενα. Αλλά σκέφτομαι τι να κάνουν τώρα; Τα κατάφεραν ή γύρισαν πάλι στα ίδια; Πως τους φαίνεται η κατάσταση που ζούμε τώρα; Ελπίζω να συνεχίζουν τη ζωή τους και στη φαντασία κάποιων άλλων ανθρώπων.

Έχετε βιώσει συναισθήματα παρόμοια με αυτά των ηρώων σας;
     Ναι, αρκετά από τα συναισθήματα που περιγράφω τα έχω νιώσει. Την απώλεια, το πένθος, τον φόβο του έρωτα, τα υπαρξιακά, την κρίση ηλικίας, το τέλος μιας σχέσης, την ανασφάλεια για το μέλλον… νομίζω οι περισσότεροι που βρίσκονται κοντά στην ηλικία μου (και όχι μόνο) τα έχουν βιώσει.

Σας μοιάζει κάποιος από τους ήρωες σας;
     Χωρίς να μου μοιάζουν, όλοι οι ήρωές μου έχουν κάτι από εμένα. Όπως και στοιχεία από τους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω μου. Όμως ο Ορέστης είναι λίγο πιο κοντά μου. 

Ποιος είναι ο πρώτος αναγνώστης των κειμένων σας;
     Η αδερφή μου και η μαμά μου. Και περιμένω με αγωνία να τελειώσουν την ανάγνωση και να ακούσω τις απόψεις τους. Ευτυχώς και οι δύο διαβάζουν γρήγορα.

Ποιος είναι ο ιδανικός αναγνώστης για σας;
     Εκείνος που αγαπά και απολαμβάνει το διάβασμα. Αλλά παίρνω πολύ μεγάλη χαρά όταν κάποιος που δεν πολυδιαβάζει μου λέει ότι διάβασε το βιβλίο μου και του άρεσε.  

Γράφοντας, έχετε ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας;
     Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι μέσα από τα γραπτά μου έχω ανακαλύψει τις εμμονές μου. Διαβάζω καμιά φορά παλιά μου κείμενα – ακόμα και ημερολόγια - και βλέπω ότι κάποια θέματα και φράσεις, επανεμφανίζονται σταθερά μέσα στο χρόνο.

Υπήρξε κάτι στη διάρκεια της συγγραφής που σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;
     Συνήθως αυτό το κάνει η ζωή και τα όσα συμβαίνουν σε εμάς και στους γύρω μας. Αν και για ν’ αλλάξουν τα βασικά πιστεύω του καθενός συνήθως χρειάζεται ένα ισχυρό σοκ. Τώρα κατά τη διάρκεια του γραψίματος, άλλαξα γνώμη για κάποια πράγματα - κάποιες εξελίξεις στους ήρωες για παράδειγμα - αλλά δεν είναι ότι ανατράπηκαν οι βασικές μου πεποιθήσεις. 

Σας αρέσει να συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας;
     Θα ήταν ψέματα αν έλεγα όχι. Φυσικά και μου αρέσει ν’ ακούω τη γνώμη άλλων για τα βιβλία μου, να το συζητάμε και να το αναλύουμε. Αφού καμιά φορά τηλεφωνώ στους φίλους μου και τους ρωτάω πως τους φάνηκε. Κάποιες φορές «συνομιλώ» με τους (υποψήφιους) αναγνώστες μου και την ώρα που γράφω. Εξάλλου σ’ αυτούς απευθύνομαι τελικά.

Σε συζητήσεις με αναγνώστες, έτυχε να σας «υποδείξουν» πτυχές του έργου σας, που εσείς δεν είχατε φανταστεί ότι υπάρχουν;
     Επειδή το διάβασμα είναι υποκειμενική υπόθεση και ο καθένας «ερμηνεύει» τα όσα διαβάζει σύμφωνα με τις δικές του προσλαμβάνουσες, είναι λογικό να έχω ακούσει αναλύσεις που δεν τις είχα στο νου μου. Και είναι χαρά να βλέπεις το έργο σου μέσα από τα μάτια των άλλων.
Υπάρχει κάποιος συγγραφέας που θεωρείτε ότι σας επηρέασε;
     Υποσυνείδητα μας επηρεάζουν όλα όσα διαβάζουμε. Διαβάζω (με μανία) από μικρή, πολλά και διάφορα. Έχω περάσει φάσεις εμμονής με συγκεκριμένους συγγραφείς – Μάρκες, Έσε, Κούντερα, Ζέη, Καραγάτση, Μπουκόφσκι, Βιάν, ΜακΊνερνι, Μουρακάμι, Λένο Χρηστίδη, Ρόμπινς (και τον Τομ και τον Χάρολντ), Ουέλς, Κιουρέισι και εννοείται ότι ξεχνάω αρκετούς ακόμα -  σίγουρα έχουν παίξει όλοι  το ρόλο τους.

Είναι εύκολη ή δύσκολη διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;
     Έχει κάποιες εύκολες στιγμές, εκείνες τις γεμάτες έμπνευση που το γράψιμο ρέει και οι σελίδες γεμίζουν, και έχει και ζόρια. Τη λευκή σελίδα, το κενό στο μυαλό, την αρχή που σκέφτεσαι τα τι και τα πως, τα αν και τα ίσως. Το γράψιμο για μένα είναι και εκτόνωση – ναι, ξέρω, είναι κλισέ. Είναι επίσης μια καλή ευκαιρία να διαπραγματευτώ θέματα με τον εαυτό μου. Αλλά πάνω απ’ όλα είναι κάτι που μου αρέσει να κάνω. Περνάω καλά γράφοντας.

Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη, το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, ετοιμάζετε κάτι άλλο; Έχετε «υλικό» έτοιμο στο συρτάρι σας;
     Τώρα είμαι στο στάδιο που έχω βρει το επόμενο θέμα μου, διαβάζω και κρατάω τις σχετικές σημειώσεις, σκέφτομαι τους χαρακτήρες και γράφω κάποιες μικρές, πιθανές, ιστορίες τους.


Σας ευχαριστώ πολύ!

5 Δεκ 2017

ΤΑ ΚΟΚΑΛΙΝΑ ΡΟΛΟΓΙΑ

DAVID MITCHELL
Μετάφραση ΜΑΡΙΑ ΞΥΛΟΥΡΗ
Εκδόσεις ΤΟΠΟΣ
Σελ. 594, Ιούνιος 2017

     Το μυθιστόρημα «Τα Κοκάλινα Ρολόγια», είναι το πέμπτο του βρετανού συγγραφέα Ν. Μίτσελ, που μεταφράζεται στην ελληνική γλώσσα.
     Η Χόλι Σάικς, είναι μια 15χρονη έφηβη που ζει στο Γκρέιβσεντ της Αγγλίας, με την οικογένειά της. Ο πατέρας της είναι ιδιοκτήτης μιας παμπ, πάνω από την οποία είναι και η κατοικία της οικογένειας. Η Χόλι από μικρή έδειξε ότι είναι ένα  κάπως… διαφορετικό κορίτσι. Στα εφτά της χρόνια παρουσίασε ένα πρόβλημα. «Άκουγα φωνές στο κεφάλι μου. Όχι τρελές ή σαλιάρικες, ούτε καν ιδιαίτερα τρομακτικές, όχι στην αρχή. Ραδιανθρώπους τις έλεγα, επειδή αρχικά νόμιζα ότι ήταν από κάποιο ανοιχτό ραδιόφωνο  στο δίπλα δωμάτιο. Ήταν πιο καθαρές τη νύχτα, μα τις άκουγα και στο σχολείο, αν υπήρχε αρκετή ησυχία, την ώρα του διαγωνίσματος, ας πούμε. Τρεις ή τέσσερις φωνές θα μουρμούριζαν ταυτόχρονα, και ποτέ δεν καλοξεκαθάριζα τι έλεγαν». Το πρόβλημα εξαφανίστηκε, χωρίς φάρμακα,  όταν ένας κινέζος γιατρός (ενταγμένος στο Εθνικό Σύστημα Υγείας της Βρετανίας), της εφάρμοσε μια παραδοσιακή κινέζικη θεραπεία.
     Τώρα στα 15 της, είναι ερωτευμένη με τον 25χρονο Βίνι, κάτι που βρίσκει κάθετα αντίθετη τη μητέρα της. Όταν μετά από έναν έντονο καυγά αυτή τη χαστουκίζει, η Χόλι αποφασίζει να φύγει από το σπίτι και να πάει να ζήσει με τον αγαπημένο της. Στο σπίτι του όμως, την περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη, αφού τον βρίσκει στο κρεβάτι με μια άλλη! Έτσι η Χόλι, μη έχοντας άλλη εναλλακτική κι αφού δεν προτίθεται να επιστρέψει στην οικογενειακή εστία, ξεκινά μια περιπλάνηση, ελπίζοντας ότι θα επιβιώσει στον άγνωστο κόσμο που ξανοίγεται μπροστά της.

     Έτσι ξεκινά το μυθιστόρημα του Ν. Μίτσελ. Όμως ο συγγραφέας, δεν αφηγείται απλώς τις περιπέτειες μιας επαναστατημένης έφηβης. Το μυθιστόρημα είναι πολύ ευρύτερο ενδιαφέρον και γοητευτικό. Η πολυπλοκότητά του σε συνδυασμό με τους τρόπους και τις αφηγηματικές τεχνικές που χρησιμοποιεί ο Μίτσελ καθώς και η εξαιρετική και με χιούμορ γραφή του, καθιστούν το μυθιστόρημα «Τα Κοκάλινα Ρολόγια», μια ιδιαίτερα καλή αναγνωστική επιλογή.